Αλόγατα...

Ήτανε σε ένα λιβάδι ένα ζευγάρι, το άσπρο άλογο και η άσπρη φοράδα. Ζούσαν ευτυχισµένοι στον παράδεισό τους, είχαν τον έρωτά τους, άφθονο χορτάρι ήλιο κλπ. Η ζωή τους ήταν ένα όνειρο...
Μια µέρα όµως στην άλλη πλευρά του λιβαδιού εµφανίστηκε ένα µαύρο αρσενικό άλογο, στην αρχή δεν του έδωσαν σηµασία, όσο πέρναγε ο καιρός όµως η φοράδα το γλυκοκοίταζε. Ήξερε πως αυτό που ένιωθε ήταν λάθος, όµως µέσα της είχε φωλιάσει η επιθυµία για το άγνωστο, το απρόβλεπτο, το µυστηριώδες. Κάποια µέρα λοιπόν που οι ορµόνες της χτύπησαν tilt, αποφάσισε να εγκαταλείψει τον άσπρο της σύντροφο και να πάει να βοσκήσει χορτάρι στην πλευρά του µαύρου αλόγου.
Το άσπρο άλογο από καιρό είχε καταλάβει πως κάτι συνέβαινε, αλλά µόλις έφυγε η φοράδα κατάλαβε πως ήρθε το τέλος. Τυφλωµένος µέσα στην απελπισία του, µε την καρδιά του πληγωµένη και κατακερµατισµένη κατάλαβε πως η ζωή για αυτόν είναι µάταιη. Τα είχε όλα, ζούσε σε έναν παράδεισο µε την αγάπη του και τώρα βρέθηκε στην άλλη µεριά του λιβαδιού να βλέπει το παράνοµο ζευγάρι ανίκανος να αντιδράσει, ένα πράγµα του έµενε µόνο.. Χωρίς δεύτερη σκέψη παίρνει φόρα και πηδάει από τον γκρεµό στην άκρη του λιβαδιού, στα τελευταία δευτερόλεπτα της πτώσης του δεν έβγαλε άχνα, βυθίστηκε στην µοιραία λύτρωση που του προσέφεραν οι κοφτερές πέτρες..
Η φοράδα µόλις είδε από µακριά το συµβάν πάγωσε, µια σφαλιάρα την ξύπνησε από την νιρβάνα που ζούσε, συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Αµέσως συλλογίστηκε πόσο τραγική ήταν η µοίρα της, κατέστρεψε τον µοναδικό έρωτά της, την αγάπη τους, την ευτυχία τους και όλα αυτά για ένα πρόσκαιρο πάθος. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί περισσότερο από λίγα λεπτά και οι οπλές της αποχωρίστηκαν το γνώριµο χορτάρι του λιβαδιού, για να συναντήσουν το κενό του γκρεµού λίγο πριν τον µακάβριο γδούπο.
Το µαύρο άλογο συντετριµµένο παρακολουθούσε τους δύο εραστές να θυσιάζονται δίνοντας καθυστερηµένα µε τον θάνατό τους το φιλί της ζωής στην αγάπη τους, τι ειρωνεία.. Η ζωή για αυτόν ήταν πλέον ανυπόφορη, το αίµα που έβαφε τις οπλές του ήταν δυσβάσταχτο φορτίο και τον λύγισε. Ζητώντας µέσα του τη λύτρωση, βρέθηκε να νοιώθει τελευταία φορά το αεράκι να του χαϊδεύει τη χαίτη, καθώς βούταγε στη χαράδρα.
Μόνο µια φωνή από τα βάθη του γκρεµού βρέθηκε να συντροφεύσει τον γδούπο από το σώµα του που συνθλιβόταν στα βράχια, µια φωνή που έλεγε.....
.... Ρεεεε, τι θα γίνει;;; Ποιος χαζός πετάει άλογα πρωί πρωί ;;;